εκγαλλίζω

εκγαλλίζω
1. μεταβάλλω σε Γάλλο ή γαλλικό
2. (για λέξεις) δίνω σε λέξη διαφόρων γλωσσών μορφή γαλλικής λέξης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκγαλλισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκγαλλίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”